- αυλακιάζω
- 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυλακιάζω — και αυλακίζω και αυλακώνω ι(α)σα και ωσα, ανοίγω αυλάκια στο χωράφι για τη σπορά: Όλοι στο χωριό είχαν αρχίσει να αυλακιάζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλοκίζω — ἀλοκίζω (Α) [ἄλοξ] 1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι) 2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί … Dictionary of Greek
διαυλακώνω — και διαυλακίζω (Α) 1. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω, αυλακιάζω 2. διασχίζω γρήγορα έναν τόπο σα να σχηματίζω αυλάκια («κεραυνοί διαυλάκωναν τον ουρανό») … Dictionary of Greek